Τον έβλεπα να περπατά.
Περπάταγε και παραμιλούσε.
Πιο όμορφος από κάθε άλλη φορά.
Λες και το Χριστουγεννιάτικο αστέρι
χάρισε το φως του στα ξανθιά μαλλιά εκείνου
κι ύστερα έσβησε.
Λες κι ο πρωινός ουρανός έδωσε τη θέση του στη νύχτα
για να 'χουν τα μάτια εκείνου αρκετό γαλάζιο να λάμπουν.
Μόνος του 31 Δέκεμβρη˙
λυπηρό ακούγεται μα δεν είναι
γιατί εκείνος επιλέγει τη μοναξιά
παρά το χάος που φέρνουν οι βασιλόπιτες, οι γεμιστές γαλοπούλες, τα χοιρινά στο φούρνο, οι μπουγάτσες˙
παρά τη βαρούβα που προκαλούν οι καλοδιάθετοι συγγενείς με τις θερμές ευχές και οι κοντινοί φίλοι με τη λυσσαλέα όρεξη για clubbing πρωτοχρονιάτικο.
Εκείνος διαλέγει μια βόλτα στο λιμάνι.
Διαλέγει μια ανάμνηση
και επιλέγει να περάσει το υπόλοιπο της βραδιάς μαζί της.
Μαζί της εννοώ μαζί με 'κείνη˙
εκείνη την κοπέλα που μοιάζει να 'ναι ολόκληρος ο ουρανός
και η απεραντοσύνη της ξεπερνά του σύμπαντος.
Αφού τα αστέρια του ουρανού θυμίζουν τ' άστρα στο λαιμό της.
Ξέρει πως αν κάνει Πρωτοχρονιά στην αγκαλιά της,
όλος ο χρόνος θα κυλήσει έτσι˙
στην αγκαλιά της.
Η γιαγιά του του το 'μαθε όταν ήταν αγόρι ακόμα.
Αγαπούσε τη γιαγιά του και πιστεύει ακόμα τα λόγια της.
Τόσο όμορφος ήταν που ξέχασα κι εγώ να φύγω.
Ξεχάστηκα σε μια γωνιά να τον παρατηρώ.
Μες τα μαύρα μου ρούχα, το μαύρο παλτό, τα μαύρα παπούτσια.
Τα μαύρα μαλλιά μου, τα μαύρα μου μάτια.
Κρύφτηκα στο σκοτάδι.
Άφησα τον ουρανό να τον αγκαλιάσει
γνωρίζοντας πως
ο ουρανός του είμαι εγώ.
Περπάταγε και παραμιλούσε.
Πιο όμορφος από κάθε άλλη φορά.
Λες και το Χριστουγεννιάτικο αστέρι
χάρισε το φως του στα ξανθιά μαλλιά εκείνου
κι ύστερα έσβησε.
Λες κι ο πρωινός ουρανός έδωσε τη θέση του στη νύχτα
για να 'χουν τα μάτια εκείνου αρκετό γαλάζιο να λάμπουν.
Μόνος του 31 Δέκεμβρη˙
λυπηρό ακούγεται μα δεν είναι
γιατί εκείνος επιλέγει τη μοναξιά
παρά το χάος που φέρνουν οι βασιλόπιτες, οι γεμιστές γαλοπούλες, τα χοιρινά στο φούρνο, οι μπουγάτσες˙
παρά τη βαρούβα που προκαλούν οι καλοδιάθετοι συγγενείς με τις θερμές ευχές και οι κοντινοί φίλοι με τη λυσσαλέα όρεξη για clubbing πρωτοχρονιάτικο.
Εκείνος διαλέγει μια βόλτα στο λιμάνι.
Διαλέγει μια ανάμνηση
και επιλέγει να περάσει το υπόλοιπο της βραδιάς μαζί της.
Μαζί της εννοώ μαζί με 'κείνη˙
εκείνη την κοπέλα που μοιάζει να 'ναι ολόκληρος ο ουρανός
και η απεραντοσύνη της ξεπερνά του σύμπαντος.
Αφού τα αστέρια του ουρανού θυμίζουν τ' άστρα στο λαιμό της.
Ξέρει πως αν κάνει Πρωτοχρονιά στην αγκαλιά της,
όλος ο χρόνος θα κυλήσει έτσι˙
στην αγκαλιά της.
Η γιαγιά του του το 'μαθε όταν ήταν αγόρι ακόμα.
Αγαπούσε τη γιαγιά του και πιστεύει ακόμα τα λόγια της.
Τόσο όμορφος ήταν που ξέχασα κι εγώ να φύγω.
Ξεχάστηκα σε μια γωνιά να τον παρατηρώ.
Μες τα μαύρα μου ρούχα, το μαύρο παλτό, τα μαύρα παπούτσια.
Τα μαύρα μαλλιά μου, τα μαύρα μου μάτια.
Κρύφτηκα στο σκοτάδι.
Άφησα τον ουρανό να τον αγκαλιάσει
γνωρίζοντας πως
ο ουρανός του είμαι εγώ.