Ο ταξιδιώτης του ονείρου δε γνωρίζει φόβο
τρέχει απ' τα βουνά στα δάση
και μόνο θάρρος του απομένει για να πιει
σταγόνες θάρρους απ' το κόκκινο φλασκί.
Διασχίζει τις κοιλάδες του μύθου
και ξαποστάζει στη σκιά του δένδρου του μεγάλου
που οι καρποί του βγαίνουν
μονάχα την εποχή του αυλού
κείνου του αυλού του μαγικού
Πλάι του περνούν θαρρείς μιλιούνια' νεαρές κοπέλες
κρατούν στα χέρια τους λούλουδα και κορδέλες
με κίτρινο γεμίζουνε τις μέρες
μάλλον θα είναι οι Νεφέλες
Κι εκείνος συνεχίζει το ταξίδι
Προορισμός του η Ουτοπία
εκεί που ζει και βασιλεύει η Φαντασία
με μια κορώνα στα μαλλιά και άλλη μία
στο συρτάρι που 'χε μείνει απ' τα παλιά
Πιστή σύντροφος του Μορφέα
που δώρα έκανε σε μας τα όνειρα
σαν παραμύθια μιλούν για πρίγκιπες με σκέψη φευγαλέα
κι αρχοντικά που 'χαν τη θάλασσα για θέα
Κάτι είχε ακούσει μια φορά σε μια ταβέρνα
για μία κόρη που είχε χρυσαφένια τα μαλλιά
και μάτια οσάν του ουρανού βαθιά και γλαύκα
πριγκίπισσα στο κάστρο που φώτιζαν ολημερνίς τα άστρα
Σκεφτόταν όλα ετούτα και συνέχιζε
Περνούσε τα ποτάμια και τις γέφυρες του αέρα με πυγμή
έπαιζε αρπίσματα και τραγουδούσε με όμοια αοιδού φωνή
συνόδευε στο κελάηδισμα το μωβ αηδόνι
που μίλαγε τα λόγια των Σοφών ακόμη
Και θα συνέχιζε για χρόνια ακόμη
Και κάθε τόσο τον πειράζαν οι Μορφές
ερχότανε στο δρόμο του και ψιθυρίζαν ιστορίες
για μάχες απ' τα χρόνια των Σπαθιών και των Ασπίδων
για μάχες που κρατήσανε αιώνια και για γενιές
χαμένες άδοξα σ' αυτές
Ακόμα και τώρα λέει παλεύουν δίπλα μας οι στρατιές
μα μεις είναι αδύνατο να δούμε τους νεκρούς και τις πληγές
μόνο το ήχο από τα ξίφη ακούμε κάποιες μέρες
εκείνες που τα ξωτικά θυμούνται τις Κραυγές και τις Φοβέρες
Κι έτσι έφτασε η μέρα....
τρέχει απ' τα βουνά στα δάση
και μόνο θάρρος του απομένει για να πιει
σταγόνες θάρρους απ' το κόκκινο φλασκί.
Διασχίζει τις κοιλάδες του μύθου
και ξαποστάζει στη σκιά του δένδρου του μεγάλου
που οι καρποί του βγαίνουν
μονάχα την εποχή του αυλού
κείνου του αυλού του μαγικού
Πλάι του περνούν θαρρείς μιλιούνια' νεαρές κοπέλες
κρατούν στα χέρια τους λούλουδα και κορδέλες
με κίτρινο γεμίζουνε τις μέρες
μάλλον θα είναι οι Νεφέλες
Κι εκείνος συνεχίζει το ταξίδι
Προορισμός του η Ουτοπία
εκεί που ζει και βασιλεύει η Φαντασία
με μια κορώνα στα μαλλιά και άλλη μία
στο συρτάρι που 'χε μείνει απ' τα παλιά
Πιστή σύντροφος του Μορφέα
που δώρα έκανε σε μας τα όνειρα
σαν παραμύθια μιλούν για πρίγκιπες με σκέψη φευγαλέα
κι αρχοντικά που 'χαν τη θάλασσα για θέα
Κάτι είχε ακούσει μια φορά σε μια ταβέρνα
για μία κόρη που είχε χρυσαφένια τα μαλλιά
και μάτια οσάν του ουρανού βαθιά και γλαύκα
πριγκίπισσα στο κάστρο που φώτιζαν ολημερνίς τα άστρα
Σκεφτόταν όλα ετούτα και συνέχιζε
Περνούσε τα ποτάμια και τις γέφυρες του αέρα με πυγμή
έπαιζε αρπίσματα και τραγουδούσε με όμοια αοιδού φωνή
συνόδευε στο κελάηδισμα το μωβ αηδόνι
που μίλαγε τα λόγια των Σοφών ακόμη
Και θα συνέχιζε για χρόνια ακόμη
Και κάθε τόσο τον πειράζαν οι Μορφές
ερχότανε στο δρόμο του και ψιθυρίζαν ιστορίες
για μάχες απ' τα χρόνια των Σπαθιών και των Ασπίδων
για μάχες που κρατήσανε αιώνια και για γενιές
χαμένες άδοξα σ' αυτές
Ακόμα και τώρα λέει παλεύουν δίπλα μας οι στρατιές
μα μεις είναι αδύνατο να δούμε τους νεκρούς και τις πληγές
μόνο το ήχο από τα ξίφη ακούμε κάποιες μέρες
εκείνες που τα ξωτικά θυμούνται τις Κραυγές και τις Φοβέρες
Κι έτσι έφτασε η μέρα....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου