[Κι αν θες να σου μιλώ με λόγια αγάπης, εσύ γιατί ξέχασες να
μου χαμογελάς;]
Ξέρεις μας έφαγε ο έρωτας,
εμάς τη νεολαία της αφθονίας και του απεριόριστου.
Να ζούμε σε πεπερασμένο χρόνο.
Να μην εκτιμούμε το τώρα νομίζοντας πως με τα λεφτά θα
αγοράσουμε κι άλλα αύριο
να 'χουμε μέρες να φάμε, να πιούμε, να σβήνουμε στα μπαρ και
να ξυπνάμε σε σπίτια φίλων.
Και σε ένα από κεινα τα αύριο, ίσως θυμηθούμε το τηλεφώνημα που
τάξαμε αλλά ποτέ δεν ήταν η στιγμή.
Πού να αφήσεις το ποτό σου για να πεις δυο κουβέντες με
κάποιον που στην τελική δεν είναι εκεί;
Με κάποιον που σε σκέφτεται κι αδημονεί να σε δει.
Που δεν περνάει μέρα να μην αναφέρει το όνομά σου γιατί
μονάχα το παρελθόν σας αρέσκεται να εξιστορεί και να εκθειάζει·
να λέει για το φως το ματιών σου και τη ζέστη των χεριών
σου.
Έχεις δίκιο, φίλε, πού;
Πιες το ποτό σου και τράβα για αλλού.
Αυτός ο κόσμος δε σηκώνει έννοιες.
Αναλώσου πριν προλάβεις να αγαπήσεις και γίνουν δέσμιοι η
καρδιά και το μυαλό σου
μίας νεφέλης.
Προτίμα τις Αφροδίτες που 'ναι στα κατώγια
κι άσε τις Αθηνές που σου γράφουν ποιήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου