Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Sheepdog

Δεν εντοπίζεται
και δύσκολα προσδιορίζεται.

Αμελητέα μάζα.
Σημαντική επιτάχυνση.

Τρέχω σε ξέφρενους ρυθμούς
αλλά δε ζυγίζεται να σου πω πόσο.

Η ελκτική δύναμη στο κενό, ίδια.
Στο εδώ, μηδαμινή.
Αγκομαχώ να κρατηθώ στη γη.

Είμαι εκεί και σε λίγα δευτερόλεπτα απέναντι κι ύστερα πάνω και μετά κάτω.
Δύο ώρες αργότερα, διασπώμαι
κι είμαι παντού.

Αυτή είναι η αρχή που προσπαθώ να σου περιγράφω
αλλά νιώθοντας αμήχανα, φλυαρώ.

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Childish

-Σήμερα βρήκα το τελευταίο γράμμα που μου έγραψες.
-Πότε;
-18 Ιουλίου.
-Α. Ήταν χαζό.
-Επειδή μέναμε στο ίδιο σπίτι;
-Ναι.
-Ήταν όμορφο. Είχαμε ψευτοτσακωθεί και χωριστεί βιαστικά. Την επομένη θα έφευγα. Ζητούσες συγγνώμη, ζωγράφιζες τοπία για τις διακοπές και μιλούσες για..
-Ακριβώς. Μιλούσα. Δε μιλάω πια.
-Το ξέρω. Ούτε εγώ είμαι σε άρνηση. Πια. Ωστόσο, το κλεμμένο από το pride, πορτοκαλί βραχιολάκι και οι στίχοι που τραγουδάς στην κιθάρα κι εγώ τώρα διαβάζω στο χαρτί...
-Ήταν χαζοί κι αυτοί.
-Γείωση.
-Όπως η μαύρη απαγωγή στο καρδιογράφημα.

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Καρύδια

Πήρε ένα σφυράκι
απ' το πρώτο συρτάρι
εκεί όπου εκείνη φύλαγε τους ετήσιους καζαμίες της.
Μία φορά για να της δείξω την αγάπη μου,
μία Πρωτοχρονιά, αγόρασα έναν
για κείνη
για δώρο.
Μα είχε ήδη πάρει.
Την επόμενη, την είχα ενημερώσει απ' τον Νοέμβρη.
Μα δεν είχε πια σημασία.

Όμως βγήκα εκτός θέματος.

Πήρε σφυρί και στο ξύλινο τραπέζι με τον κιτς, γαριασμένο πια μουσαμά
άρχισε να σπάει καρύδια
για να χαρώ εγώ
Το έκανε καιρό.
Χρόνια.
Από τότε που έβγαλα τα πρώτα δόντια.
Φύτεψε μια καρυδιά στην καρδιά
του πιο όμορφου αμπελιού που 'χε φυτέψει με τα χέρια του.
Στο κορμό και στα κλαδιά της σκαρφάλωνα
χοροπηδούσα μέχρι που φώναζε εκείνος πως θα σπάσει.

Κι ύστερα έδινε καρπούς,
κάθε χρονιά και πιο πολλούς,
κι εγώ σιχάθηκα τα καρύδια και τις συνήθειες.

Ή τις εμποτισμένες τηγανητές πατάτες,
τους μόνιμα σερβισμένους ξηρούς καρπούς,
το ζυγούρι με λεμόνι,
τη σόμπα που κάπνιζε
και τις οφτές πατάτες.

Εγώ μεγάλωνα κι εσένα μεγάλωνε κάτι μέσα σου.
Δυστυχώς αυτή τη φορά δεν ήταν η αγάπη, ούτε οι αμέτρητες μικρές συνήθειες που έφερνες σε τρία σχεδόν νοικοκυριά.

Κι ύστερα ήρθαν οι κυρίες σφουγγαρίστριες, οι μεσοκόμες, οι φίλοι από τον Κερατόκαμπο
κι ο αδερφός σου στο ταβάνι να σου λέει έλα.

Εγώ να σε φωτογραφίζω ενώ κοιμάσαι
σε περίεργο κρεβάτι, σε περίεργο υψόμετρο.

Θα θυμάμαι την 6 Νοεμβρίου,
όπως η Γαλλία την 14η αυτού
κι όπως ο κόσμος όλος την 11η του Σεπτέμβρη.