Πέρασα τόσο καιρό μαζί σου.
Τώρα γνωρίζω·
την αλήθεια
αν και, αλήθεια, ευχαριστήθηκα περισσότερο το ψέμα που προηγήθηκε.
Μου 'φτιάξες ένα παραμύθι· ένα σπίτι από σοκολάτα και μυρωδιές και με κλείδωσες μέσα του.
Με κλείδωσα μέσα του οικειοθελώς κι εν αγνοία μου.
Κάθε οκτώ μέρες σε ρωτούσα
"Σήμερα είναι...;"
Κι εσύ μου παρουσίαζες στοργικά τη διαδοχή της εβδομάδας χωρίς τύψεις.
Έτσι, την πρώτη μέρα ήταν Δευτέρα,
και μετά από οκτώ, Τρίτη,
και μετά από άλλες οκτώ, Τετάρτη,
κι ύστερα από σαρανταεννιά συνολικά, έφτανε Κυριακή.
Γιόρταζα χαρούμενη μια εβδομάδα μαζί σου.
Με σένα,
που για σένα έκανα το χρόνο να κυλά εφτά φορές πιο αργά
να 'χεις αρκετό να μ' αγαπήσεις·
τόσο που να το νοιώσει κάθε μου κύτταρο,
τόσο που να αναγνωρίζεις τη φωνή μου μες στο πλήθος,
τόσο που όταν κρατιόμαστε απ' το χέρι, κάπως μαγικά ο κόσμος να εξαφανίζεται
και να μένουμε εμείς που κοιταζόμαστε στα μάτια με ειλικρίνεια.
Ύστερα από περίπου τριάντα δύο ημέρες μαζί σου κι έχοντας αλλάξει ήδη τρεις εποχές,
βγήκα λίγο έξω απ' το σπίτι μας να μαζέψω ορτανσίες και πετούνιες.
Στην ακτή, το κύμα ξερνούσε γυάλινα μπουκάλια.
Είχαν μέσα μηνύματα προς ναυτικούς, αν διάβασα καλά γιατί ήταν μούσκεμα.
Ήταν πολλά. Πάνω από διακόσια.
Με έναν αδρό υπολογισμό, κατάλαβα.
Προσπαθούσες να ξεφύγεις απ' την ασφυξία που σου επέβαλα.
Έτσι, τελικά, εκείνη την Πέμπτη, δε σε ρώτησα τι μέρα ήταν και την Παρασκευή τα ξημερώματα έφυγα ονυχοπατώντας και βουβά κλαίγοντας.
Γιατί εσύ δεν ήξερες αλλά εγώ ήθελα να σε πάω διακοπές
στο βουνό,
καθώς φαινόταν ότι είχες σιχαθεί από καιρό τη θάλασσα.